Δε γνώριζαν την καλ[GLi]λιέργεια της γης, όμως τα πάντα φύτρωναν από μόνα τους, το στάρι, το κριθάρι και τ’ αμπέλια. Η πολιτική οργάνωση ήταν ανύπαρκτη και δεν είχαν νόμους. Κατοικούσαν στις πλαγιές των βουνών, μέσα στις σπηλιές, χωρίς να έχουν πολλές σχέσεις μεταξύ τους. Ασχολού[GLi]νταν μόνο με την εκτροφή των κοπαδιών τους.
Αρχικά, οι Ιθακήσιοι άρα[GLi]ξαν τα πλοία τους σ’ ένα μικρό νησάκι, κοντά στο λιμάνι της χώρας των Κυκλώπων. Ένα νησί απάτητο, γιατί οι Κύκλωπες δε γνώριζαν την τέχνη της ναυσιπλοΐας, ώστε να φτάσουν εκεί· ήταν γεμάτο με δέντρα και κοπάδια από γίδες. Το χώμα ήταν πολύ εύφορο, μα κανένας δεν υπήρχε να το καλλιεργήσει. Έφτασαν στο μικρό λιμανάκι του νη[GLi]σιού νύχτα σκοτεινή. Μόλις βγήκαν στη στεριά κατασκήνωσαν στην απάνεμη ακρογιαλιά να ξα[GLi]ποστάσουν και να κοιμηθούν. Την επόμενη μέρα βγήκαν για κυνήγι. Τα θηράματα ήταν πλούσια και έστησαν αμέσως γλέντι με ψητές γίδες και κρασί που είχαν ακόμη από τους Κίκονες. Έτσι, έτρωγαν και έπιναν χαρούμενοι μέχρι το βράδυ.
Μόλις ξημέρωσε η ροδοδάχτυλη Αυγή, ο Οδυσσέας αποφάσισε να πάει στην απέναντι ακτή και να εξερευνήσει την περιοχή, μα μόνο με το δικό του πλοίο. Οι υπόλοιποι, έδωσε εντολή, να περιμένουν στο νησάκι. Σαν έφτασαν στην ακρογιαλιά έμειναν έκπληκτοι απ’ αυτό που αντίκρισαν. Υπήρχε εκεί κοντά μια σπηλιά και γύρω γύρω κοπάδια γιδοπρόβατα.
Η αυλή ήταν φραγμένη με τεράστιες πέτρες, μεγάλα πεύκα και ψηλές βελανιδιές. Μέσα καθόταν ένα τεράστιο πλάσμα, αλ[GLi]λόκοτο και φοβερό.
Αυτός ήταν ο Κύκλωπας Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα καθόταν μόνος του και έβοσκε τα κοπάδια του.
Τότε ο Οδυσσέας πήρε μαζί του τους δώδεκα καλύτερους συντρόφους του καθώς και ένα ασκί από το γλυκόπιοτο κρασί που του χάρισε ο Μάρων ας και διάφορα τρόφιμα. Έφτασαν στη σπηλιά [GLi]χωρίς να τους πάρει είδηση ο Κύκλωπας που ήταν απασχολημένος με τα κοπάδια του. Μπήκαν μέσα και αντίκρισαν πολυάριθμες καρδάρες γεμάτες γάλα και πηγμένο τυρί. Οι σύντροφοι φοβισμένοι ήθελαν να πάρουν όσο περισσότερα τρόφιμα μπορούσαν και να φύγουν αμέσως. Όμως ο Οδυσσέας ήθελε να γνωρίσει τον Κύκλωπα και πίστευε πως θα έπαιρνε απ’ αυτόν δώρα φιλοξενίας. Άναψαν λοιπόν μια μικρή φωτιά, έφαγαν από το τυρί που υπήρχε και περίμεναν να γυρίσει στη σπηλιά.
Κατά το σούρουπο, έφτασε με τεράστια βαριά βήματα που έκαναν τη σπηλιά να τρέμει ολόκληρη και τις καρδάρες με το γάλα ν’ αναποδογυρίζουν. Ήταν φορτωμένος με θεόρατα ξύλα που τα βρόντηξε μονομιάς μέσα στη σπηλιά. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του τρέμοντας από το φόβο τους κρύφτηκαν σε μια γωνιά. Κατόπι, ο Πολύφημος έμπασε στη σπηλιά τα κοπάδια του και έφραξε την είσοδο μ’ έναν τεράστιο βράχο. Άρμεξε τις γίδες και τις προβατίνες και στη συνέχεια άναψε μεγάλη φωτιά και τότε είδε τους ξένους. Ο Οδυσσέας νομίζοντας ότι θα εντυπωσιάσει το άγριο θεριό που είχε μπροστά του, [GLi]είπε πως ήταν Έλληνες, στρατιώτες του Αγαμέμνονα, που πάτησε το τρωικό κάστρο. Μετά έκανε επίκληση στο όνομα του Ξένιου Δία που προστάτευε τους ξένους και τη φιλοξενία. Από την πρώτη στιγμή όμως ο Πολύφημος έδειξε τον πραγματικό του χαρακτήρα. Γελώντας βροντερά, είπε πως οι Κύκλωπες δε φοβούνται τους θεούς, ούτε τον αρχηγό τους τον Δία και αμέσως ζήτησε να μάθει τ’ όνομα του ξένου.
Ο πολυμήχανος βασιλιάς δεν αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα και είπε ψέματα στον Κύκλωπα πως ναυάγησαν τα καράβια του και κατάφεραν να γλιτώσουν μονάχα αυτός με τους δώδεκα συντρόφους του.
Τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ανδρών, άρπαξε δύο απ’ αυτούς και αφού τους έριξε με δύναμη κάτω, τους τσάκισε και τους καταβρόχθισε λαίμαργα. Κατόπι, έπεσε για ύπνο. Οι πολυ[GLi]ταξιδεμένοι ναυτικοί άρχισαν να τρέμουν από το φόβο τους και να κάνουν δεήσεις στον Δία δεν έκλεισαν μάτι όλη τη νύχτα.
Σκέφτηκαν βέβαια να τον σκοτώσουν, μα ήξεραν πως δε θα κατάφερναν με κανένα τρόπο να τραβήξουν τον τεράστιο βράχο από την είσοδο της σπηλιάς.
Την άλλη μέρα ο Πολύφημος άρμεξε τις προβατίνες του, καταβρόχθισε άλλους δύο συντρόφους και έβγαλε τα πρόβατα για βοσκή, αφήνοντας φυλακισμένους τους ξένους. Ο τετραπέρατος Οδυσσέας, χωρίς να χάσει καιρό, έβαλε σ’ εφαρμογή ένα παράτολμο σχέδιο. Αρχικά πήρε ένα χοντρό[GLi]ραβδί που βρισκόταν μέσα στη σπηλιά και το έδωσε στους συντρό[GLi]φους του για να το πελεκήσουν. Αυτός μετά το έξυσε στην άκρη ώστε να γίνει μυτερό και το έβαλε μέσα στα αναμμένα κάρβουνα για να πυρώσει. Αμέσως μετά το έκρυψε μέσα σε κοπριές. Στη συνέχεια, με κλήρο διάλεξε τέσσερις συντρόφους για να τον βοηθήσουν στην εκτέλεση του σχεδίου του, την τύφλωση του Κύκλωπα.
Όταν το βράδυ επέστρεψε στη σπηλιά του ο Πολύφημος, έκανε τις καθιερωμένες του εργασίες και καταβρόχθισε άλ[GLi]λους δύο από τους ξένους.
Τότε ο Οδυσσέας έβαλε σε εφαρμογή την επόμενη φάση του τολμηρού σχεδίου: πρόσφερε στον Κύκλωπα το γλυκόπιοτο κρασί του Μάρωνα. Ενθουσιασμένος από τη θεϊκή γεύση ο γίγαντας, ζήτησε να μάθει το όνομα του αρχηγού των ξένων με την υπόσχεση πως θα του χάριζε ένα πολύτιμο δώρο. Ο πολυμήχανος άντρας τον κέρασε άλλες τρεις φορές από το θεϊκό κρασί και όταν ήταν βέβαιος πως ο ανόητος γίγαντας είχε μεθύσει, του είπε πως το όνομά του ήταν Κανένας. Τότε εκείνος του απάντησε πως το πολύτιμο δώ[GLi]ρο του ήταν να τον φάει τελευταίο.
Αμέσως μετά ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε, ροχαλίζοντας βαριά.
Έφτασε έτσι η στιγμή για την τελευταία και πιο ριψοκίνδυνη φάση του σχεδίου. Ο Οδυσσέας μαζί με τους τέσσερις συντρόφους που είχε αναδείξει ο κλήρος, έβαλαν πάλι το χοντρό ραβδί στα κάρβουνα για να πυρώσει. Στη συνέχεια το σήκωσαν στους δυνατούς τους ώμους· πατώντας στις μύτες των ποδιών και κρατώντας την ανάσα τους για να μην ξυπνήσουν το πελώριο τέρας, έφτασαν κοντά του. Κατάφεραν τελικά να μπήξουν το ραβδί στο τερά[GLi]στιο μάτι του [GLi] Κύκλωπα και να το στριφογυρίσουν σαν τρυπάνι. Αμέσως μούσκεψε το τριχωτό πρόσωπό του από αίμα και οι ρίζες του ματιού του έτριζαν όπως το ζεματιστό σίδερο που μπαίνει κάτω από κρύο νερό.
Τότε άρχισε ο Πολύφημος να βγάζει φοβερά μουγκρητά και όλοι οι βράχοι αντιλαλούσαν. Οι άνδρες πανικόβλητοι σκορπίστηκαν στις άκρες της σπηλιάς. Οι υπόλοιποι Κύκλωπες ξύπνησαν από τις άγριες φωνές και πήγαν έξω από την κατοικία του Πολύφημου· τον ρωτούσαν τι έπαθε και ξεσήκωνε τον κόσμο τέτοια ώρα· όταν τους απαντούσε ότι με απάτη τον τύφλωσε ο Κανένας, τ’ αδέρφια του ξέσπασαν σε γέλια και του είπαν να τους αφήσει ήσυχους, αφού κανένας δεν τον ενοχλούσε.
Όταν άρχισε να ξημερώνει, ο Κύκλωπας βογκώντας ακόμα από τους πόνους, έσυρε τον τεράστιο βράχο από την είσοδο της σπηλιάς και κάθισε εκεί ψαχουλεύοντας με τα τεράστια χέρια του μην τύχει κι έβγαινε κάποιος από τους ξένους. Όμως ο πολυμήχανος άντρας που τόσες πολλές φορές με τα έξυπνα σχέδιά του ξεπέρασε τεράστιες δυσκολίες, σκέφτηκε κι αυτή τη φορά ένα πανούργο κόλπο. Διάλεξε τα πιο μεγάλα κριάρια του Πολύφημου και τα [GLi] έδεσε με λυγαριές τρία τρία. Στην κοιλιά του μεσαίου έδενε και έναν από τους συντρόφους που του είχαν απομείνει. Έτσι, κατάφεραν να βγουν χωρίς να τους αγγίξουν τα τεράστια χέρια του Κύκλωπα. Ο ίδιος, μια και δεν υπήρχε κανείς να τον δέσει, διάλεξε το πιο μεγάλο και διαλεχτό κριάρι. Πιάστηκε στη μαλλιαρή κοιλιά του, κρατώντας γερά από τα φουντωμένα του μαλλιά.
Αμέσως μόλις βγήκαν από την αυλή της σπηλιάς, ο Οδυσσέας έλυσε τους υπόλοιπους και όλ[GLi]οι μαζί έτρεξαν γρήγορα προς το μέρος που ήταν αραγμένο το πλοίο τους.
Οι σύντροφοί τους χάρηκαν πολύ όταν τους είδαν, μα ο Οδυσσέας τους έβαλε να τραβήξουν κουπί μ’ όλη τους τη δύναμη, γιατί δεν είχαν ξεφύγει ακόμη τον κίνδυνο. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, ο πανούργος ήρωας φώναξε στον Πολύφημο.
– Δεν ήταν γραφτό, Κύκλωπα, να φας όλους τους συντρόφους μου. Παλιόσκυλο, που δε σεβάστηκες τους ξένους, γι’ αυτό ο Δίας σε τιμώρησε.
Ο Πολύφημος τότε, μανιασμένος, άρπαξε την κορφή ενός ψηλού βουνού και την εκσφενδόνισε προς το μέρος όπ[GLi]ου ακούστηκε η φωνή· παραλίγο να έλιωνε την πλώρη του πλοίου.
Από τα τεράστια κύματα που σχηματίστηκαν το καράβι γύρισε πάλι κοντά στη στεριά. Γεμάτοι φόβο και αγωνία οι ναύτες, άρχισαν να τραβούν πάλι κουπί, με δύναμη που ξεπερνούσε την αντοχή τους. Όταν πια βρέθηκαν σε μεγαλύτερη απόσταση από την προηγούμενη φορά, ο Ιθακήσιος βασιλιάς δεν κρατήθηκε και φώναξε πάλι.
– Κύκλωπα, αν σε ρωτήσει ποτέ κανείς ποιος σε τύφλωσε, να του απαντήσεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη από την Ιθάκη.
Τότε ο Πολύφημος θυμήθηκε ένα χρησμό που του έδωσε κάποτε ο μάντης Τήλεφος, πως ήταν δηλαδή γραφτό να στερηθεί κάποια μέρα το φως του από τα χέρια του Οδυσσέα. Όμως πίστευε πως θα ήταν κάποιο παλικάρι γιγαντόμορφο και όχι ένας κοντός και αδύνατος άντρας. Σε μια τελευταία προσπάθειά του να ξεγελάσει τον πολυμήχανο πολεμιστή, τον κάλεσε πίσω μ’ αυτά τα λόγια.
– Γύρνα πίσω, πολυμήχανε Οδυσσέα, να σε φιλέψω και να προσευχηθώ στον Ποσειδώνα που είναι πατέρας μου, να[GLi]σου δώσει καλό και εύκολο ταξίδι· και ίσως αυτός να γιατρέψει κι εμένα τον ίδιο.
Τότε ο πολύπαθος βασιλιάς ενθουσιασμένος από την επιτυχία του σχεδίου, απάντησε υβριστικά πως μήτε ο θαλασσοσείστης θεός μπορούσε να τον γιατρέψει. Ο Κύκλωπας όμως ζήτησε από το θεϊκό πατέρα να μην αφήσει αυτόν τον άντρα να επιστρέψει στον τόπο του. Μα, κι αν είναι γραφτό να φτάσει στο παλάτι του, αυτό να γίνει μετά από πολλά χρόνια και να είναι μόνος του, χωρίς συντρόφους και πάνω σε ξένο καράβι.
Μετά απ’ όλα αυτά το καράβι του Οδυσσέα δεν άργησε να φτάσει στο μικρό νησάκι όπου τους περίμεναν με πολύ μεγάλη αγωνία οι υπόλοιποι σύντροφοί τους. Αφού τους διηγήθηκαν τις τρομερές εμπειρίες που πέρασαν στην καταραμένη χώρα των Κυκλώπων, έστρωσαν τραπέζια για φαγητό και ξεκίνησαν τρικούβερτο γλέντι. Όταν όμως θυσίασαν στον Δία, αυτός δε δέχτηκε την προσφορά, δείχνοντάς τους ότι θα περνούσαν ακόμη πολλές και φοβερές περιπέτειες.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έλυσαν τα σκοι[GLi]νιά των καραβιών και συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής.