(Μυθολογία)
Αυτές ήταν θαλασσινά πλάσματα που με τη γλυκιά τους φωνή έκαναν τους ανθρώπους να λησμονούν τα πάντα.[GLi] Οι ναυτικοί που δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν με κανέναν τρό[GLi]πο στα θέλγητρά τους, κατέβαιναν στο νησί τους.
Επειδή έμεναν μαγεμένοι από το τραγούδι τους, πέθαιναν εκεί από πείνα και δίψα. Γι’ αυτό, δίπλα στις Σειρήνες, [GLi]που ήταν πουλιά με κεφάλι γυναίκας, υπήρχαν τεράστιοι σωροί από ανθρώπινα κόκαλα.
Αμέσως ο πανέξυπνος Οδυσσέας έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο που του είχε συμβουλέψει η Κίρκη. Έλιωσε κερί και έφραξε μ’ αυτό τ’ αφτιά των [GLi]συντρόφων του έπειτα τους έβαλε να τον δέσουν πάνω στο κατάρτι. Αυτός θα ήταν ο μόνος που θα άκουγε το μα υλιστικό τραγούδι.
Όταν έφτασαν μπροστά στο νησί, οι Σειρήνες κά[GLi]λεσαν τον Οδυσσέα με το γλυκόφωνο τραγούδι τους.
Γνώριζαν την ταυτότητα του ήρωα [GLi]και όλα τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Αυτός άρχισε να χτυπιέται και να κάνει νοήματα στους συντρόφους να τον λύσουν. Μα ο Περιμήδης και ο Ευρύλοχος, σύμφωνα με τις διαταγές που τους είχε δώσει από πριν, έσφιγγαν περισσότερο τα σκοινιά.