Για κακή τύχη όμως του χιλιοβασανισμένου ήρωα, εκείνη τη στιγμή ο Ποσειδώνας γυρνούσε από μια γιορτή που έκαναν προς τιμή του στη χώρα των Αιθιόπων.
Μόλις είδε τον Οδυσσέα κοντά στη στεριά, εξο[GLi]ργίστηκε με τους υπόλοιπους Ολύμπιους που εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του και βοήθησαν τον περιγελαστή του γιου του.
Γι’ αυτό ορκίστηκε να τον βασανίσει ακόμη περισσότερο. [GLi]Αμέσως σκέπασε τη στεριά και τη θάλασσα με μαύρα σύννεφα. Με την τρίαινά του συντάραξε το πέλαγος και σήκωσε τεράστια κύματα. Άρχισαν να φυσάνε μαζί ο Σιρόκος, ο Ζέφυρος και ο Βοριάς.
Τότε τα γόνατα του Οδυσσέα λύθηκαν και η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Λυπόταν που δεν είχε πέσει κι αυτός στο τρωικό πεδίο της μάχης και να ήταν τώρα ένας τιμημένος νεκρός πολε[GLi]μιστής. Κι ενώ σκεφτόταν αυτά, ένα τεράστιο κύμα χτύπησε τη σχεδία του και τον παρέσυρε στη θάλασσα, ενώ παράλληλα έσπασε το τιμόνι και το κατάρτι της σχεδίας του. Αφού πάλεψε με τα κύματα πολλή ώρα, γιατί τον βάραιναν τα ρούχα που φορούσε, πιάστηκε πάλι από το σκαρί της σχεδίας του, που το παράσερνε ο άνεμος εδώ κι εκεί.
Εκείνη την ώρα ξεπήδησε μέσα από τα κύματα η Λευκοθέα, μια θαλασσινή θεά που προ[GLi]στάτευε τους ναυτικούς και στάθηκε πλάι του πάνω στη σχεδία. Αυτή τον συμβούλεψε να βγάλει τα ρούχα που τον βάραιναν, να εγκαταλείψει τη σχεδία και κολυμπώντας να φτάσει στη στεριά.
Τον προειδοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πνιγεί και του έδωσε ένα μαγικό μαντίλι να δέσει στο σώμα του.
Ο Οδυσσέας ακολούθησε φοβισμένος τη συμβουλή της θεάς.
Όταν ο Ποσειδώνας τον[GLi]είδε να παλεύει μονάχος του μέσα στα τεράστια κύματα, έφυγε ικανοποιημένος.
Τότε η Αθηνά σταμάτησε τους[GLi]υπόλοιπους ανέμους εκτός απ’ το Βοριά, που με τα κύματά του έσπρωχνε τον Οδυσσέα στη στεριά. Δύο μερόνυχτα παράδερνε στην ανεμοζάλη των κυμάτων και την τρίτη μέρα φάνηκαν οι ακτές του[GLi]νησιού των Φαιάκων.
Ο πολυμήχανος βασιλιάς, που είχε μεγάλη πείρα από τη θάλασσα, διαπίστωσε πως οι ακτές ήταν βραχώδεις και τα νερά αρκετά βαθιά. Δε θα μπορούσε λοιπόν να βγει στη στεριά, αφού τα κύματα θα τον χτυπούσαν αλύπητα πάνω στα βράχια. Κι αυτό θα είχε συμβεί, μα ευτυχώς δύο διαδοχικές φορές επενέβη η[GLi] Αθηνά η Παλλάδα και τον γλίτωσε. Ο Οδυσσέας, τελικά, βρέθηκε στη ροή ενός ποταμού που χυνόταν στο πέλαγος· του απεύθυνε θερμή επίκληση σωτηρίας και ο ποταμός άκουσε την προσευχή του.
Σε λίγο ο πολύπαθος ήρωας βρέθηκε στη στεριά.
Η κατάστασή του ήταν πολύ άσχημη. Ή[GLi]ταν πληγωμένος και πρησμένος σ’ ολόκληρο το κορμί του· από το στόμα και τη μύτη του έβγαζε θαλασσινό νερό και στο τέλος λιποθύμησε. Μόλις συνήλθε, έριξε στη θάλασσα το μαντίλι της Λευκοθέας, όπως τον είχε συμβουλέψει η θεά. Έπειτα κατευθύνθηκε στο δάσος που υπήρχε κοντά.
Στάθηκε κάτω από δυο ελιές που ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη, ώστε τα κλαδιά τους πλέκονταν και δεν[GLi]άφηναν να περάσει μήτε το φως του ήλιου, μήτε η βροχή. Εκεί έφτιαξε ένα πρόχειρο στρώμα από χώμα και ξερά φύλλα και έπεσε αποκαμωμένος για ύπνο.