Ο μύθος του Προμηθέα είναι από τους πιο περίεργους της ελληνικής μυθολογίας, καθώς και ένας απ’ αυτούς που πλουτίστηκε πιο πολύ με τη φαντασία των ανθρώπων και των ποιητών, όπως και των φιλοσόφων.
Μέχρι τότε τη φωτιά τη φύλαγαν[GLi]ως ανεκτίμητο θησαυρό οι θεοί για τον εαυτό τους και ο Προμηθέας ήταν ο μόνος που προσπάθησε για το καλό των θνητών.
Μπορούμε να φανταστούμε τι σήμαινε για τον άνθρωπο η φωτιά, όταν την πρωτο-χρησιμοποίησε. Εκτός από το δέος και το βαθύ σεβασμό που θα του προκάλεσε η θέα της, θα πρέπει να ένιωσε και ζωηρή ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το μυστηριακό “πράγμα” με τη φοβερή δύναμη.
Τώρα, η φλόγα μπορούσε να γεννηθεί κάθε φορά που εκείνος το ήθελε, γιατί ήξερε πια πώς να την ανάψει. Τη φοβερή αυτή δύναμη ο άνθρωπος πλέον μπορούσε να την ελέγξει. Επίσης σιγά-σιγά μαθαίνει και τους τρόπους να την αξιοποιεί προς όφελός του και να βελτιώνει τη διατροφή, την κατοικία, την ίδια τη ζωή. Μαθαίνει να κατεργάζεται το μέταλλο. Του ανοίγονται οι δρόμοι για την ανάπτυξη των τεχνών και των επιστημών.
Η φωτιά αποτέλεσε το πρώτο όπλο του ανθρώπου και η καινούρια ζωή που του εγκαινίασε ήταν φυσικό να τον κάνει ν’ αναρωτηθεί πώς αυτό το παντοδύναμο στοιχείο βρέθηκε στη γη. Μέχρι τότε το φως και η θερμότητα έρχονταν μόνο από τον ουρανό, με τον Ήλιο ή με τους φοβερούς κεραυνούς.
Τώρα τη φλόγα μπορούσε να τη δημιουργήσει ο ίδιος και να την εκμεταλλευτεί. Αν η καταγωγή της ήταν θεϊκή, τότε πώς κατέβηκε στη Γη, πώς μεταφέρθηκε και από ποιον;
Από θεό ή από άνθρωπο;
Από όλα αυτά τα ερωτηματικά γεννήθηκε ο μύθος του Προμηθέα.
Ο Προμηθέας ήταν γιος Τιτάνα ή ίσως και Τιτάνας ο ίδιος (όπως άλλωστε και ο αδερφός του, ο Άτλαντας). Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιαπετού ή του Ουρανού, του Αιθέρα ή του Ποσειδώνα. Μητέρα του ήταν η Ωκεανίδα Κλυμένη ή η Ασία, η Ημέρα ή η Λιβύη. Εκτός από τον Άτλαντα, αδέρφια του ήταν επίσης ο Επιμηθέας και ο Μενοίτιος.
Πολλοί, πάλι, πίστευαν πως ο Προμηθέας είχε διαφορετική μητέρα από τους υπόλοιπους, τη Θέμιδα, που ήταν Τιτανίδα, ή τη μάνα της τη Γη, ενώ δεν αναφέρουν το όνομα του πατέρα. Ο Προμηθέας είναι το παιδί που κατάγεται από την ίδια τη Γη, ο αυτόχθονας άνθρωπος.
Ας εξετάσουμε με μεγαλύτερη προσοχή το όνομα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως βγαίνει από μια σανσκριτική λέξη (Pramanthyus – Pramantha), [GLi]που σημαίνει “εκείνος που πετυχαίνει τη φωτιά με το τρίψιμο”.
Βλέπουμε, λοιπόν, την άμεση σχέση με τη φωτιά και πιο συγκεκριμένα με μια από τις πρώτες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για ν’ αναφτεί.
Σύμφωνα με μια δεύτερη άποψη, η λέξη Προμηθέας προέρχεται από το Προ-μαθεύς και το ρήμα προ-μανθάνω, δηλαδή μαθαίνω, γνωρίζω από πριν. Πρόκειται, επομένως, γι’ αυτόν που φροντίζει να μάθει εκ των προτέρων και να είναι έτοιμος, γι’ αυτόν που έχει προνοητικότητα και επινοητικότητα.
Σ’ αντίθεση έρχεται το όνομα του αδερφού του, του Επιμηθέα, που σημαίνει αυτόν που ζητά συμβουλή μετά το γεγονός, όταν πια είναι αργά.
Εκτός από φίλος και ευεργέτης των ανθρώπων, ο Προμηθέας ανήκε ταυτόχρονα και στους Τιτάνες, που ήταν πνεύματα κακά. Όταν ξέσπασε η διχόνοια μεταξύ θεών και Τιτάνων, λέγεται πως ο Προμηθέας τάχτηκε από την αρχή εναντίον του Δία.
Υπάρχει και η αντίθετη άποψη, ότι ο Προμηθέας τάχτηκε υπέρ του Δία, τον βοήθησε και τον συμβούλεψε πριν και μετά την επικράτησή του.
Ο Προμηθέας ήξερε πως μόνο με την πονηριά θα κρινόταν το αποτέλεσμα κι όχι τόσο με τη φυσική δύναμη. Αυτό το είχε μάθει από τη μητέρα του, τη Γη. Ο Προμηθέας προσφέρθηκε να βοηθήσει πρώτα τους Τιτάνες. Εκείνοι, όμως, αλαζόνες και υπεροπτικοί, δεν του έδωσαν σημασία, γιατί ήταν απόλυτα βέβαιοι πως η δύναμή τους φτάνει και περισσεύει για να επικρατήσουν. Τελικά, ο Προμηθέας παίρνει τη μητέρα του και τάσσονται και οι δυο στο πλευρό του Δία.
Έτσι, η νίκη είναι βέβαιη για το γιο του Κρόνου, που με τέτοιους ισχυρούς συμμάχους δίπλα του κατορθώνει να γκρεμίσει τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αναγνωρίζεται απ’ όλους βασιλιάς. Επίσης, ο Προμηθέας θα τον βοηθήσει και αργότερα, στη γέννηση της Αθηνάς, ανοίγοντάς του το κεφάλι, για να ξεπηδήσει από μέσα η θεά, φορώντας την πανοπλία της.
Ο Δίας είναι πια κυρίαρχος θεών και ανθρώπων.
Καλεί γύρω του όλους τους θεούς, ώστε να τους μοιράσει τιμές και εξουσίες, ανάλογα με τη δύναμη και τις ικανότητες του καθενός. Σ’ αυτή τη μοιρασιά ο Δίας ξεχνά τους ανθρώπους, τους αγνοεί εντελώς. Δηλώνει μόνο ότι αν φτάσει να εξαφανιστεί και ο τελευταίος, θα φροντίσει να φτιάξει ένα νέο ανθρώπινο γένος. Ο Προμηθέας είναι ο μόνος που τολμά να διαφωνήσει με τον Δία. Πάντα φιλάνθρωπος – με όλη την έννοια της λέξης, στη συγκεκριμένη περίπτωση – αντιτίθεται στη θέλησή του.
Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΘΝΗΤΟΥΣ
Αποφασίζει να βοηθήσει τους θνητούς με την τόλμη του, τις σωστές του συμβουλές και τις προβλέψεις, ώστε να μην εξαφανιστούν. Τους δίνει ελπίδα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους ενισχύσει. Βάζει σκοπό να τους ευεργετήσει και να τους χαρίσει το πολυτιμότερο δώρο ένα μοναδικό αγαθό, που μέχρι τότε οι θεοί φύλαγαν ζηλότυπα αποκλειστικά για τους ίδιους.
Σε κανέναν δεν επέτρεπαν να το χρησιμοποιήσει[GLi] ή να μάθει τα μυστικά του: τη φωτιά.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο με πονηριά.
Ο Προμηθέας εξαπατά τον Δία και κλέβει κρυφά τη φωτιά, για να τη δώσει στους θνητούς. Χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτόν ένα νάρθηκα, δηλαδή μια κούφια βέργα, για να την κρύψει και να τη διατηρήσει, μέχρι να φτάσει στη Γη. Άλλοι λένε ότι την έκλεψε από τον Όλυμπο, άλλοι ότι άναψε τον πυρσό του από τον τροχό του ίδιου του Ήλιου, μα οι πιο πολλοί πίστευαν ότι την πήρε από το εργαστήρι του Ήφαιστου, που βρισκόταν στη Λήμνο.
Μαζί με τη φωτιά, ο Προμηθέας δίδαξε στους ανθρώπους τις τέχνες και τις επιστήμες, τους έφερε δηλαδή στο δρόμο της προόδου. Ως τότε οι άνθρωποι ήταν μορφές αέρινες, σαν βγαλμένες μέσα από τα όνειρα, χωρίς γνώση και χωρίς φρόνηση. Κατοικούσαν μέσα στις τρύπες της γης και τις σπηλιές. Τούβλινα σπίτια και οικοδομές δεν υπήρχαν πουθενά. Γι’ αυτούς τίποτε δεν ήταν ξεκάθαρο γύρω, όλα ήταν θολά και μπερδεμένα. Δεν ήξεραν καν να ξεχωρίσουν τη μια εποχή από την άλλη.
Όταν αρρώσταιναν, δεν είχαν φάρμακα κι έτσι πέθαιναν αβοήθητοι.
Ο Προμηθέας, λοιπόν, έρχεται να τους δείξει πώς να ξεχωρίζουν την Ανατολή και τη Δύση των άστρων, τα γράμματα και τους αριθμούς. Ζευγαρώνει τα ζώα στο αλέτρι, ώστε να μπορούν εύκολα να οργώνουν τη γη και με πολύ λιγότερο κόπο. Ζεύει τα άλογα στο άρμα, επινοεί τα πλοία και τα φάρμακα. Δείχνει στους ανθρώπους πώς να προβλέπουν το μέλλον με τη μαντεία και την ερμηνεία των οιωνών από τα όνειρα και το πέταγμα των πουλιών.
Τέλος, τους βοηθά ν’ ανακαλύψουν τους κρυφούς θησαυρούς της γης, τα μέταλλα και να τα επεξεργαστούν με τη βοήθεια της φωτιάς. Η βοή[GLi]θεια του Προμηθέα προς τους ανθρώπους ήταν ανεκτίμητη ήταν σαν να τους ξύπνησε από το βαθύ τους λήθαργο και τους έκανε να παρατηρήσουν τον κόσμο γύρω τους, ώστε όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά και να βελτιώνουν τις συνθήκες της ζωής τους ολοένα και περισσότερο.
Κάποιοι θεωρούσαν το ρόλο του ακόμη πιο σημαντικό δεν ήταν απλώς ο πιστός φίλος και δάσκαλος του ανθρώπινου γένους, αλλά και ο ίδιος ο δημιουργός του.
Οι βασικές εκδοχές είναι τρεις: σύμφωνα με την πρώτη απ’ αυτές, ο Προμηθέας ήταν ο πατέρας του Δευκαλίωνα, που ήταν ο πρώτος θνητός βασιλιάς, καθώς και ο γενάρχης των Ελλήνων και επομένως όλων των ανθρώπων γενικότερα.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ο Προμηθέας ήταν εκείνος που έπλασε τους ανθρώπους με τα ίδια του τα χέρια, παίρνοντας πηλό από τη γη και χρησιμοποιώντας τη φωτιά. Οι θεοί είχαν αναθέσει στον ίδιο και την Αθηνά να δημιουργήσουν μια καινούρια ανθρώπινη ράτσα. Οι άνθρωποι που υπήρχαν μέχρι τότε είχαν καταστραφεί από φοβερό κατακλυσμό.
Οι καινούριοι, λοιπόν – πρόσταξαν οι θεοί – θα γεννιούνταν από τη λάσπη που είχε κατακαθίσει στα νερά, έπειτα από τον κατακλυσμό αυτόν. Ο Προμηθέας έφτιαξε τα νέα όντα απ’ αυτή την πρώτη ύλη, έχοντας στο μυαλό του τους θεούς ως πρότυπα και φροντίζοντας να τα κάνει να μοιάσουν σ’ αυτούς όσο μπορούσε πιο πολύ. Μάλιστα, στην Πανοπέα της Φωκίδας, οι ντόπιοι έδειχναν μια χαράδρα, όπου υπήρχαν πέτρες και βράχια στο χρώμα του πηλού και που μύριζαν περίεργα, σαν τα σώματα των ανθρώπων.
Υποστήριζαν, λοιπόν, πως αυτά ήταν τ’ απομεινάρια εκείνου του υλικού που είχε χρησιμοποιήσει ο Προμηθέας, όταν έπλασε τους θνητούς.
Ας πάμε, τώρα, στην τρίτη εκδοχή. Κάποτε στον κόσμο δεν υπήρχαν θνητά όντα, αλλά μόνο θεοί. Όταν αυτοί αποφάσισαν ότι θα τα δημιουργήσουν, τα έφτιαξαν με πηλό, φωτιά κι ότι άλλο μπορεί ακόμη να συγχωνευθεί μ’ αυτά στο εσωτερικό της γης.
Ανέθεσαν στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα εξοπλίσουν με διάφορες ιδιότητες, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν, καθώς και με στοιχεία χαρακτηριστικά για το καθένα. Ο Προμηθέας άφησε τον αδερφό του να κάνει ότι νομίζει και να μοιράσει όπως εκείνος έκρινε σωστό τις φυσικές δυνάμεις. Ο ίδιος θα επιθεωρούσε στο τέλος τη διανομή. Πραγματικά, έτσι[GLi] κι έγινε. Ο Επιμηθέας όμως ξέχασε τελευταίο τον άνθρωπο, αφού είχε δώσει ότι υπήρχε σε όλα τα υπόλοιπα ζώα: ο άνθρωπος, εντελώς γυμνός και κακόμοιρος, έστεκε άοπλος κι ανυπεράσπιστος. Τότε ο Προμηθέας αναλαμβάνει να τον εξοπλίσει ο ίδιος και κλέβει γι’ αυτόν τη φωτιά, από το εργαστήρι της Αθηνάς και του Ήφαιστου. Επιπλέον, θα του διδάξει και τις σχετικές μ’ αυτήν τέχνες, καθώς και την πολιτική τέχνη, ως όπλα για επιβίωση. Για την πράξη του αυτή ο Προμηθέας θα δικαστεί από τους θεούς και θα τιμωρηθεί. Θ’ αναφερθούμε σε μια τελευταία παράδοση, διαφορετική, για τις σχέσεις Δία και Προμηθέα.
Μετά την Τιτανομαχία και την επικράτηση του Δία, οι άνθρωποι, που ήξεραν από παλιά τη φωτιά, και οι θεοί μαζεύονται στη Μηκώνη (που αργότερα ονομάστηκε Σικυώνα), για να αποφασίσουν τα δικαιώματα και τα προνόμια του καθενός. Κυρίως όμως συγκεντρώνονται για να καθορίσουν ποιος θα παίρνει τι από τα ζώα που σφάζονταν στις θυσίες.
Ο Προμηθέας, πάντα πονηρός και επιτήδειος, σκαρφίζεται ένα τέχνασμα, για να βοηθήσει και πάλι τους ανθρώπους: σφάζει ένα βόδι, του βγάζει το τομάρι και το κόβει σε κομμάτια.
Χωρίζει το τομάρι στα δύο και με το ένα κομμάτι τυλίγει μόνο το ψαχνό με το άλλο τα λίπη, τα κόκαλα και τα κέρατα. Έπειτα, βάζει τον Δία να διαλέξει. Εκείνος, γνώστης των πάντων, καταλαβαίνει το κόλπο, αλλά προσποιείται τον ανήξερο και διαλέγει το τομάρι με τα λίπη και τα κόκαλα. Ο Προμηθέας προσφέρει, έτσι, το άλλο σακί, το καλό, στους ανθρώπους και από τότε επικράτησε στις θυσίες να καπνίζονται στη φωτιά για τους θεούς τα λίπη και τα κόκαλα.
Ο Δίας οργίζεται πολύ με τους ανθρώπους και τους αφαιρεί τη φωτιά, που είχαν από πάντα και που έκανε τη ζωή τους απλή και εύκολη. Τώρα, καταδικάστηκαν ν’ αποκτούν τα απαραίτητα αγαθά μέσα από έγνοιες και βάσανα. Ο καθημερινός τους βίος έγινε δυσάρεστος και κοπιαστικός. Ο Προμηθέας τρέχει να την πάρει και να τους την ξαναδώσει, κλέβοντάς την είτε από τον Όλυμπο, είτε από την αστραπή, είτε από το εργαστήρι του Ήφαιστου.
Ο θυμός του Δία ήταν μεγάλος και για τους ανθρώπους και για τον Προμηθέα. Η τιμωρία ήρθε σκληρή για τους ανθρώπους που -σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή του μύθου– ήταν μέχρι τότε μόνο άνδρες. Διατάζει το θεό Ήφαιστο να πλάσει χώμα και νερό, να του δώσει λαλιά, καθώς και την όψη και την ομορφιά αθάνατης θεάς. Οι θεές, οι Χάριτες και οι Ώρες περνούν και την εξοπλίζουν με τις αρετές τους ο Ερμής της βάζει στο μυαλό το δόλο, την κακία, την ψευτιά και τα πλάνα λόγια.
ΠΑΝΔΩΡΑ
Την κόρη αυτή την ονόμασαν Πανδώρα, γιατί όλοι οι θεοί της είχαν χαρίσει τα δώρα τους. Αυτή θ’ αποτελούσε μεγάλη δυστυχία για τους άνδρες στη γη. Γιατί ο Δίας θα τη στείλει στον Επιμηθέα ως δώρο, μαζί μ’ ένα πιθάρι γεμάτο συμφορές και βάσανα για τους θνητούς. Μέχρι τότε καθετί δυσάρεστο τους ήταν άγνωστο, καθώς ζούσαν ευτυχισμένοι χωρίς πόνους και αρρώστιες.
Ο Προμηθέας είχε από πριν συμβουλέψει τον αδερφό του να μη δεχτεί ποτέ δώρο από τους θεούς, αλλά να τους το στείλει πίσω.
Εκείνος, όμως, ήταν άνθρωπος επιπόλαιος και με αδύναμο χαρακτήρα. Δε σκέφτηκε τη συμβουλή και κράτησε την Πανδώρα μαζί με το πιθάρι που έφερε μαζί της, γοητευμένος από την παρουσία της. Όντας γυναίκα του Επιμηθέα, η Πανδώρα άνοιξε το καπάκι του πιθαριού, μη ξέροντας τι έκλεινε μέσα του. Έτσι, άθελά της ελευθέρωσε στη γη όλα τα τρομερά δεινά, που από τότε[GLi] βασανίζουν πάντα τους θνητούς: τα Γηρατειά, την Κούραση, την Αρρώστια, την Τρέλα, την Κακία και το Πάθος.
Λένε πως μονάχα η Ελπίδα έμεινε στον πάτο του δοχείου, αν και δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τι γύρευε εκείνη εκεί μέσα, αφού δεν ανήκει στα δεινά. Η γυναικεία περιέργεια θεωρείται η αιτία για όλα τα κακά του κόσμου. Πρόκειται για μια άποψη εντελώς μισογυνική, καθώς αποδίδει μόνο στη γυναίκα όλες τις συμφορές.
Γύρω από το ζήτημα της τιμωρίας των ανθρώπων έλεγαν επίσης ότι ο Δίας, μόλις πληροφορήθηκε την κλοπή της φωτιάς, αποφάσισε να στείλει στους ανθρώπους ένα μαγικό φάρμακο, που θα τους γλίτωνε από τα γεράματα. Αυτοί που το παρέλαβαν, το φόρτωσαν σ’ ένα γάιδαρο. Κάποια στιγμή το ζώο δίψασε και σταμάτησε να πιει νερό.
Τη βρύση όμως τη φύλαγε ένα φίδι, που δεν άφηνε το γάιδαρο να πιει, παρά μόνο αν πλήρωνε το νερό που θα έπινε με το φορτίο που κουβαλούσε.
Έτσι, ο γάιδαρος του το έδωσε και οι άνθρωποι έχασαν μ’ αυτόν τον τρόπο το φάρμακο ενάντια στα γηρατειά. Από τότε, μόνο το φίδι μπορεί να συνεχίζει τη ζωή του, αλλάζοντας κάθε τόσο το δέρμα του.
Μαζί με τους ανθρώπους, όμως, έπρεπε να τιμωρηθεί ανάλογα και ο Προμηθέας για την ασεβή του στάση.
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
Ο Δίας ήταν εξαγριωμένος μαζί του, για πολλούς λόγους: είτε επειδή, ως Τιτάνας, ήταν πάντα εχθρικός προς τους θεούς, είτε επειδή εξαπάτησε τον ίδιο τον Δία με τα τεχνάσματά του, είτε βέβαια επειδή έκλεψε τον πολύτιμο θησαυρό, τη φωτιά.
Μια άλλη πιθανή αιτία, έλεγαν, ήταν πως είχε ποθήσει την κόρη του Δία, την Αθηνά. Η τιμωρία ήρθε λοιπόν φρικτή για το γιο του Ιαπετού ο Ήφαιστος τον έδεσε με άρρηκτα δεσμά σ’ έναν πάσσαλο στην κορυφή ενός ψηλού όρους, του Καύκασου.
Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο Καύκασος βρίσκεται στην άκρη του κόσμου, προς την Ανατολή. Από πάνω του ένας αετός ορμούσε και του έτρωγε το συκώτι. Οποιοσδήποτε θνητός θα πέθαινε μετά απ’ αυτό, ο Προμηθέας, όμως, ήταν αθάνατος κι έτσι το συκώτι του ξαναγινόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Την επόμενη μέρα ο αετός χιμούσε και πάλι και το έτρωγε ξανά.
Το φοβερό αυτό μαρτύριο του ευ[GLi]εργέτη των ανθρώπων συνεχίστηκε χωρίς διακοπή για τριάντα ολόκληρα χρόνια.
ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
Πήρε τέλος χάρη στον Ηρακλή, που έτυχε να περνάει μια μέρα από τα μέρη του Καύκασου. Πέτυχε τον αετό με το τόξο του και τον σκότωσε. Έπειτα, έλυσε τα δεσμά του Προμηθέα και μάλλον με τη βοήθεια του Ήφαιστου.
Ο Δίας, μαθαίνοντας την απελευθέρωση του Προμηθέα, δεν εναντιώθηκε, όπως ίσως θα περιμέναμε. Αποφάσισε να δώσει χάρη στους αντιπάλους του, τους Τιτάνες και να τους αποκαταστήσει, όπως έκανε και με τον Κρόνο, που διορίστηκε βασιλιάς στα νησιά των Μακάρων.
Αυτή είναι μια πιθανή αιτία. Ίσως πάλι, ο Δίας δέχτηκε επιτέλους να τον απελευθερώσει, με αντάλλαγμα να του αποκαλύψει ο σοφός Προμηθέας το μυστικό γύρω από τη Θέτιδα: ο Δίας ήταν ερωτευμένος μαζί της, υπήρχε όμως μια προφητεία που έλεγε ότι, αν παντρευόταν με οποιονδήποτε θεό, θα έκανε γιο ακόμη πιο δυνατό από τον Δία, που θα έπαιρνε την εξουσία από εκείνον. Αυτό ο Προμηθέας το είχε μάθει από τη μάνα του και σε αντάλλαγμα αυτής της πληροφορίας τον άφησε ο Δίας ελεύθερο.
Υπάρχουν και άλλες δυο πιθανές εξηγήσεις: η πρώτη αποδίδει την ανοχή του Δία στο ότι ήθελε να δει τον Ηρακλή [GLi]να δοξάζεται. Ο Ηρακλής ήταν γιος του Δία και το γεγονός ότι ήταν αυτός που ελευθέρωσε τον Προμηθέα θα τον έκανε ακόμη πιο ξακουστό και φημισμένο. Σύμφωνα, τέλος, με μια άλλη παράδοση, ο Δίας τον έκανε δεκτό στον Όλυμπο, ενώ ήταν ένας θνητός ήρωας. Κάποτε, ο Κένταυρος Χείρωνας είχε χτυπηθεί κατά λάθος από τον Ηρακλή μ’ ένα βέλος στο πόδι. Ο Ηρακλής και ο Χείρωνας ήταν καρδιακοί φίλοι.
Ο Χείρωνας υπέφερε πολύ και επειδή ήταν αθάνατος, δεν μπορούσε να λυτρωθεί από τους πόνους.
Για να συμβεί αυτό, έπρεπε ν’ ανταλλάξει πρώτα την αθάνατη φύση του μ’ ένα θνητό και έτσι τελικά να πεθάνει. Ο Δίας δέχεται να παραχωρήσει ο Χείρωνας την αθανασία του στον Προμηθέα, που γίνεται ο ίδιος αθάνατος στη θέση του.
Πρέπει εδώ ν’ αναφέρουμε δυο εντελώς διαφορετικές εκδοχές για το μύθο του Προμηθέα από όλες τις προηγούμενες πρόκειται για δυο παραλλαγές.
Ο Προμηθέας ήταν βασιλιάς στη χώρα των Σκυθών. Ο ποταμός Αετός στη χώρα αυτή πλημμύρισε και η πείνα θέριζε το λαό. Οι υπήκοοι θεωρούσαν ότι πρέπει ο βασιλιάς τους να πληρώσει, επειδή δεν μπορεί να τους θρέψει. Έτσι τον έδεσαν στον Καύκασο.
Όταν ήρθε σ’ εκείνα τα μέρη ο Ηρακλής, άνοιξε διώρυγες κι έτσι τα νερά μπόρεσαν να φύγουν και να χυθούν στη θάλασσα. Ο βασιλιάς των Σκυθών αφέθηκε έτσι ελεύθερος από τους υπηκόους του.
Ο Προμηθέας, μας λέει η δεύτερη παραλλαγή, ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου. Εκεί έπεσε μεγάλο κακό, γιατί έσπασε η κοίτη του ποταμού Ωκεάνη, που αργότερα τον είπαν Αετό για την ορμή του, έπειτα Αίγυπτο και Νείλο.
Ο βασιλιάς πήγε να πεθάνει από τη λύπη του, ευτυχώς όμως επενέβη ο Ηρακλής για ακόμη μια φορά. Έφτιαξε φράγματα και το ρέμα του ποταμού άρχισε να κυλά και πάλι όπως πριν. Ο βασιλιάς ξαναβρήκε την υγειά του και ο λαός του συνέχισε να ζει κανονικά.
Αν θέλουμε να συνδέσουμε το μύθο του Προμηθέα γενικά μ’ εκείνον του Άτλαντα, παρατηρούμε ότι και οι δυο Τιτάνες είναι τοποθετημένοι από τον Δία στα όρια του κόσμου: ο ένας στην άκρη της Ανατολής, τον Καύκασο, ο άλλος στα δυτικά όρια, σηκώνοντας το θόλο τ’ Ουρανού ή τον Ουρανό και τη Γη μαζί. Λειτουργούσαν δηλαδή ως σημεία προσανατολισμού, καθώς και ως “ακρογωνιαίοι λίθοι” του Κόσμου. Αν φανταστούμε το Σύμπαν ως ένα οικοδόμημα, οι δυο αδερφοί μοιάζουν με δυο από τους πιο σημαντικούς λίθους του, που το[GLi] στηρίζουν και το ορίζουν.
Αντίθετα από τους άλλους Τιτάνες, που συμβόλιζαν τις κτηνώδεις και τις τυφλές δυνάμεις του σύμπαντος, ο Προμηθέας ήταν προικισμένος με πολλές ικανότητες και δεξιότητες: εξυπνάδα, επινοητικότητα, επιδεξιότητα. Είχε βέβαια κι εκείνος την άγρια, ατίθαση και ανυπότακτη φύση τους, καθώς και την ίδια έχθρα απέναντι στον Δία. Μόνον αυτός διοχέτευσε όλη του την ορμή σε σκοπούς δημιουργικούς, μη ξεχνώντας ποτέ τον αδύναμο προστατευόμενο του, τον άνθρωπο.
Όπως όλοι οι Τιτάνες, στο τέλος αναγκάζεται να υποκύψει στον άνισο αγώνα εναντίον του κυρίαρχου θεών και ανθρώπων.
Πάνω απ’ όλα, ο Προμηθέας είναι ο πυρφόρος θεός, αυτός που κουβαλά τη φωτιά κι έχει στενή σχέση με το θεό Ήφαιστο και το δικό του μύθο. Είναι ο ίδιος ο γιος του Ιαπετού το πνεύμα της φωτιάς, ελεύθερο, ζωηρό και ανήσυχο.
Όπως η φλόγα, συνεχώς κινείται και αλλάζει, λάμπει, τρεμοπαίζει, άλλοτε φουντώνει και άλλοτε σιγοκαίει· ακριβώς όπως οι θεοί αρχικά τον τιμωρούν και τον αλυσοδένουν και έπειτα λευτερώνουν τον Προμηθέα. Κι όπως ο Ήλιος χάνεται τη νύχτα κι επιστρέφει ολόλαμπρος τη[GLi] μέρα, έτσι κι ο Προμηθέας αφανίζεται από τον αετό, μα κάθε μέρα ξαναγεννιέται με τα σωθικά του ακέραια. Απ’ αυτή την αέναη κίνηση και μεταβολή της φλόγας, από την αιώνια ζωντάνια της κατάγεται ο Προμηθέας.
Λόγω της στενής του σχέσης με τη φωτιά και της ταύτισής του μ’ αυτήν ήταν επόμενο να τον θεωρούν και εφευρέτη κάθε τέχνης που εξαρτάται από τη φύση της φωτιάς. Επίσης, ήταν φυσικό να θεωρείται από το μύθο ως αυτός που πρώτος καθιέρωσε την εστία, το βωμό και τη θυσία, μαζί με τα σχετικά τους έθιμα. Ακόμη, θεωρούνταν δικαιολογημένα και πατέρας και πλάστης των ανθρώπων, αφού “έψησε” με τη φλόγα τα πήλινα ομοιώματα και τους έδωσε έτσι ζωή, μετατρέποντάς τα σε ανθρώπους.
Ο Προμηθέας είναι αυτός που εξαπατά τον Δία προς όφελος των ανθρώπων, παραχωρώντας τους το καλύτερο μερίδιο στις θυσίες· είναι αυτός που παλεύει με τη φύση και προσπαθεί ν’ αποσπάσει τα μυστικά της, με την εξυπνάδα, την πονηριά και την παρατηρητικότητά του. Έτσι, επιδιώκει να κυριαρχήσει πάνω της, ακριβώς όπως ο Προμηθέας ξεγέλασε τον Δία. Τα όρια, όμως, είναι αυστηρά κι όποιος τα παραβαίνει τιμωρείται σκληρά από τους θεούς, που τίποτα δεν τους ξεφεύγει.
Είναι απαγορευμένο να υψώνεται κανείς με τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του πάνω από την περιοχή που του έχει οριστεί. Επιπλέον, κλέβοντας κρυφά τη φωτιά, συμβολίζει το πνεύμα της ανεξαρτησίας απέναντι στην απόλυτη εξουσία.
Ο Προμηθέας δεν είναι απλώς ο κλέφτης της ουράνιας φωτιάς μα η προσωποποίηση της νοημοσύνης και της πονηριάς, όπως ακριβώς η ίδια η ζωηρή και ανυπότακτη φλόγα.
Συμβολίζει, πάνω απ’ όλα, τη δραστήρια και παραγωγική φύση των ανθρώπων, που, χάρη στη νόηση, με την οποία είναι προικισμένοι, βαδίζουν προς την πρόοδο. Είναι η θετική δύναμη που τραβά τους ανθρώπους προς τα μπρος και τους κάνει να είναι δημιουργικοί· να θέλουν να γίνουν ίσοι, όσο αυτό είναι δυνατόν, με τις θεϊκές δυνάμεις. Είναι το σύμβολο της μετάβασης του ανθρώπου από την άγρια κατάσταση στον πολιτισμό.
ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑ
(ΠΑΝΔΩΡΑ – ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑΣ – ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ)
Τον καιρό που υπήρχαν μόνο αθάνατα γένη, οι θεοί έπλασαν στη γη όλα τα θνητά είδη από χώμα και φωτιά και ότι άλλο μπορούσε να ενωθεί μ’ αυτά τα στοιχεία. Στη συνέχεια πρόσταξαν τον Προμηθέα και [GLi]τον Επιμηθέα, τους γιους του Τιτάνα Ιαπετού, να τα εξοπλίσουν με δυνάμεις διάφορες για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Ο Επιμηθέας παρακάλεσε τον αδερφό του να αναλάβει αυτός να εκτελέσει τη διαταγή. Ο Προμηθέας δέχτηκε, μα του είπε να είναι προσεκτικός και να μην αδικήσει κανένα είδος. Έτσι, ο μικρότερος αδερφός χάρισε σε άλλα ζώα τη δύναμη, σε άλλα την ταχύτητα και σε άλλα το μεγάλο όγκο. Σε κάποια έδωσε φτερά, σε άλλα νύχια και σε μερικά άλλα κοφτερά δόντια. Για να τα προστατέψει από το κρύο τους χάρισε είτε πυκνό τρίχωμα, είτε πυκνό φτέρωμα.
Άλλα όρισε να τρέφονται με καρπούς δέντρων, ρίζες ή βότανα της γης και άλλα να τρέφονται με μικρότερα ζώα. Πάνω όμως στον ενθουσιασμό του ξεχάστηκε, ξόδεψε όλες τις φυσικές δυνάμεις και δεν του περίσσεψε τίποτε για τον άνθρωπο.
Όταν ο Προμηθέας ήρθε να κάνει έλεγχο στον αδερφό του, αντίκρισε τους ανθρώπους γυμνούς και ανυπεράσπιστους και βέβαια μετάνιωσε που επέτρεψε στον ανόητο αδερφό του να κάνει τη μοιρασιά των δυνάμεων.
Έτσι στην αρχή οι άνθρωποι ήταν αδύναμοι και ανήμποροι, δεν είχαν σπίτια, δε δούλευαν το ξύλο και κατοικούσαν μέσα στις τρύπες της γης, σαν τα μυρμήγκια, χωρίς να τους βλέπει ο ήλιος.
Ο Προμηθέας, πονόψυχος καθώς ήταν, λυπήθηκε τους ανθρώπους και δεν άντεχε να τους βλέπει σ’ αυτή την άσχημη κατάσταση. [GLi]Επειδή μάλιστα ένιωθε τύψεις που άφησε τον Επιμηθέα να μοιράσει τα αγαθά, πήρε την απόφαση να τους βοηθήσει.
Γλίστρησε κρυφά μέσα στο εργαστήρι της Αθηνάς και του Ήφαιστου την ώρα που έλειπαν και οι δυο θεοί και έκλεψε μέσα σ’ ένα κούφιο καλάμι τη φωτιά και όλες τις σχετικές τέχνες. Αμέσως μετά έτρεξε και τα χάρισε στους ανθρώπους. Έτσι άρχισαν οι άνθρωποι να ζεσταίνουν το γυμνό τους κορμί, να ψήνουν κρέας που πρώτα έτρωγαν ωμό και να κατασκευάζουν τα πρώτα τους εργαλεία.
Άλλες παραδόσεις προχωρούν περισσότερο και διηγούνται ότι ο Προμηθέας έδειξε στους ανθρώπους την Ανατολής και τη Δύσης των άστρων, τους αριθμούς και τα γράμματα. Λένε μάλιστα ότι πρώτος αυτός ζευγάρωσε τα βόδια στο αλέτρι, έδεσε τ’ άλογα στο άρμα, επινόησε τα πλεούμενα, τα φάρμακα για τις αρρώστιες, τις προβλέψεις για το μέλλον και τους αποκάλυψε τα πολύτιμα δώρα που έκρυβε στο σώμα της η γη: το χαλκό, το σίδερο, το χρυσάφι και τ’ ασήμι.
Ο Δίας οργισμένος από την κλοπή της φωτιάς και επειδή φθονούσε το ανθρώπινο γένος που ζούσε ευτυχισμένο όπως οι θεοί, διέταξε τον αρχιτεχνίτη Ήφαιστο να φτιάξει στο εργαστήρι του από χώμα και φωτιά ένα πλάσμα που να έχει την ίδια μορφή με τις θεές.
Ο Ήφαιστος έφτιαξε μια πανέμορφη γυναίκα και της χάρισε τη φωνή. Η Αθηνά και οι Χάριτες τη στόλισαν με όμορφα κοσμήματα και πολύχρωμα φορέματα. Ο Ερμής όμως ενέπνευσε στη γυναίκα την τέχνη του ψέματος, τους γοητευτικούς λόγους και τον άστατο χαρακτήρα.
Αυτός της έδωσε το όνομα Πανδώρα, γιατί όλοι οι θεοί του Ολύμπου της είχαν προσφέρει δώρα.
Μετά ο Δίας έστειλε τον Ερμή να χαρίσει την Πανδώρα στον Επιμηθέα. Αυτός μαγεμένος από την ομορφιά της γυναίκας δέχτηκε με ευχαρίστηση το δώρο. Ο αφελής Επιμηθέας είχε ξεχάσει τη συμβουλή που του έδωσε ο αδερφός του, να μη δεχτεί δηλαδή κανένα δώρο από τον Δία.
Όταν το σκέφτηκε ήταν πια αργά.
Η Πανδώρα κρατούσε μαζί της ένα χρυσοστόλιστο δέμα που της χάρισαν οι θεοί και περιείχε κλεισμένα όλα τα δεινά του κόσμου. [GLi]Η Αθηνά όμως την είχε προειδοποιήσει ότι δεν έπρεπε να το ανοίξει ποτέ. Δυστυχώς, η περιέργεια της γυναίκας ήταν μεγαλύτερη από την πίστη της στους θεούς. Δεν άντεξε, άνοιξε το δέμα και τότε έφυγαν από μέσα και απλώθηκαν στη γη όλα τα δεινά. Την τελευταία στιγμή η Πανδώρα κατάφερε να κλείσει το κουτί.
Όμως το μόνο που πρόλαβε να διαφυλάξει ήταν η ελπίδα, η οποία κατά παράδοξο τρόπο βρισκόταν κλεισμένη μαζί με τις συμφορές και τα δεινά.
Από τότε η ζωή για τους ανθρώπους έγινε δύσκολη. Έπρεπε με καθημερινή δουλειά και ιδρώτα να κερδίζουν το ψωμί τους. Έπρεπε να δίνουν μάχη με τις αρρώστιες και τα φοβερά γηρατειά. Μα στο βάθος πάντα υπήρχε η ελπίδα ότι θα καταφέρουν ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής.
Παρόλα αυτά ο Δίας ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει την απάτη του Προμηθέα. Για να εκδικηθεί αποφάσισε να καταστρέψει τελείως το ανθρώπινο είδος. Με τη δικαιολογία ότι οι άνθρωποι είχαν γίνει πολύ κακοί, αποφάσισε να τους εξαφανίσει με φοβερό κατακλυσμό. Ο Προμηθέας πληροφορήθηκε το σχέδιο του Δία. Γι’ αυτό έτρεξε αμέσως στο γιο του τον Δευκαλίωνα που είχε παντρευτεί την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, την Πύρρα (= Κοκκινόξανθη) και τον συμβούλεψε να κατασκευάσει ένα μεγάλο πλοίο.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
Ο Δευκαλίωνας άκουσε τον πατέρα του, κατασκεύασε μια τεράστια ξύλινη κιβωτό και τη γέμισε με τρόφιμα και άλλες προμήθειες.
Σε λίγο μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο του Δία. Κατάμαυρα πυκνά σύννεφα μαζεύτηκαν απειλητικά πάνω από ολόκληρη την επιφάνεια της γης. Ο Δίας έριχνε αμέτρητες αστραπές και βροντές και όλα έδειχναν πως έφτανε η συντέλεια του κόσμου. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα μπήκαν αμέσως στην ξύλινη κιβωτό. Σε λίγο άνοιξαν οι ουρανοί και άρχισε να πέφτει καταρρακτώδης βροχή.
Πέρασαν αρκετές μέρες και η βροχή δε σταματούσε. Άρχισαν πια να ξεχειλίζουν τα ποτάμια και οι λίμνες. Τα ορμητικά νερά παράσερναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι πεδιάδες εξαφανίστηκαν και οι πολιτείες βού[GLi]λιαξαν. Καταστράφηκαν τα χωράφια και τα σπίτια και πνίγηκαν όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα. Απ’ αυτά σώθηκαν μόνο όσα πρόλαβαν να τρέξουν στις κορυφές των ψηλών βουνών. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες συνεχίστηκε το κακό αυτό. Τη δέκατη μέρα ο Δίας αποφάσισε να σταματήσει τη βροχή.
Η Γη όμως είχε ήδη μετατραπεί σε απέραντη θάλασσα και μόνο οι κορυφές των ψηλότερων βουνών ξεχώριζαν. Η κιβωτός που έπλεε εννιά μερόνυχτα σταμάτησε πάνω στην κορυφή του Παρνασσού ή της Όθρυς ή του Άθω ή στη Δωδώνη. Μόλις τραβήχτηκαν τα νερά ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, που δεν είχαν πάθει απολύτως τίποτα, βγήκαν από την κιβωτό τους και χαρούμενοι πάτησαν το πόδι τους στη γη. Αμέσως έκαναν θυσία στον Δία και τους υπόλοιπους Ολύμπιους θεούς.
Ο Δίας ευχαριστήθηκε πολύ από την πίστη και την αφοσίωση του ζευγαριού. Αμέσως έστειλε τον αγγελιοφόρο του, το γοργοπόδαρο Ερμή, να ρωτήσει τους μοναδικούς κατοίκους της γης τι δώρο ήθελαν να τους κάνει. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα θλιμμένοι απάντησαν στον Ερμή ότι δεν άντεχαν να ζούνε μόνοι τους και ήθελαν για παρέα και άλλους ανθρώπους.
Ο Δίας άκουσε την επιθυμία τους και τους πρόσταξε να ρίξουν πάνω από τους ώμους τους τα οστά των μητέρων τους.
Η Πύρρα μόλις άκουσε το χρησμό έφριξε από τη φοβερή ασέβεια, όμως ο Δευκαλίωνας κατάλαβε πως ο θεϊκός πατέρας εννοούσε τις πέτρες, τα οστά της Γης, που είναι η Παγκόσμια Μάνα. Έτσι άρχισαν[GLi] σε λίγο με καλυμμένο πρόσωπο και χωρίς να γυρίσουν πίσω το κεφάλι τους να ρίχνουν πέτρες πάνω από τους ώμους τους. Από τις πέτρες που πέταξε ο Δευκαλίωνας γεννήθηκαν άντρες και από τις πέτρες που πέταξε η Πύρρα γεννήθηκαν γυναίκες.
Έτσι γέμισε η γη πάλι από ανθρώπους που ζευγάρωναν μεταξύ τους και πλήθαιναν όλο και περισσότερο.
Ο Δευκαλίωνας ύστερα έχτισε δώδεκα βωμούς προς τιμή των Ολύμπιων θεών. Λένε ότι ίδρυσε πολιτείες και βασίλεψε ανάμεσα στους ανθρώπους. Το βασίλειό του τοποθετείται στη Θεσσαλία, στην περιοχή της Φθίας. Μαζί με την Πύρρα απέκτησαν και δικά τους παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες: τον Έλληνα τον Αμφικτίονα, τη Μελανθώ και την Πρωτογένεια.
Από τον Έλληνα πήραν το όνομά τους οι Έλληνες.
Παιδιά του Έλληνα ήταν ο Δώρος, ο Αίολος και ο Ξούθος και εγγόνια του ο Αχαιός και ο Ίωνας. Από αυτούς πήραν το όνομά τους όλα τα ελληνικά φύλα, οι Δωριείς, οι Αιολείς, οι Αχαιοί και οι Ίωνες.