(Γνώση)
Αραβοτουρκική λέξη που σημαίνει «υπόδουλος» και χρησιμοποιούνταν περιφρονητικά για τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ραγιάδες ήταν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι Άραβες, οι Σλάβοι κ.ά.
Ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Η κοινωνική τους μεταχείριση σε σχέση[GLi]με τους Τούρκους ήταν άνιση (ως προς τα ατομικά δικαιώματα, τη φορολογία, την απονομή δικαιοσύνης κ.ά.).
Η μαρτυρία τους δε γινόταν αποδεκτή από τα οθωμανικά δικαστήρια, δεν είχαν το δικαίωμα να ντύνονται όπως οι Τούρκοι, δεν μπορούσαν να ιππεύουν άλογα ή να χτίζουν ωραία σπίτια και, το σπουδαιότερο, δεν μπορούσαν ούτε τα παιδιά τους να σώσουν από τα χέρια των κατακτητών.
Ήταν αδύνατο για τους ραγιάδες να λάβουν κρατικά αξιώματα ή θέσεις, γιατί το Κοράνι το απαγόρευε.
Παρ’ όλα αυτά πολλοί ραγιάδες χρησιμοποιήθηκαν ως σύμβουλοι και γραμματείς, κυρίως στις οικονομικές και τις διπλωματικές υπηρεσίες του οθωμανικού κράτους.