(1915-1984) – Μουσικοσυνθέτης, στιχουργός, ερμηνευτής και βιρτουόζος του μπουζουκιού. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα. . . Ο πατέρας του και τα αδέρφια του ασχολούνταν με τη μουσική και έτσι ο Τσιτσάνης από μικρός έμαθε να παίζει μπουζούκι.
Το 1937 φωνογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Στη διάρκεια[GLi]της Κατοχής έζησε και εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγραψε πολλές συνθέσεις του, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το 1948 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να εργάζεται σε κέντρα διασκέδασης. Από τότε δεν έπαψε να συνθέτει, να τραγουδά και να παίζει μπουζούκι.
Έγραψε πάνω από 800 τραγούδια.
Από αυτά, όσα έγιναν μεγάλες επιτυχίες, ξεπερνούν τα 100.
Χάρη σε αυτό το έργο, που συνάντησε πλατιά υποδοχή, ο Τσιτσάνης αναδείχτηκε σε έναν από τους κορυφαίους συνθέτες [GLi] και εκτελεστές του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού και επέδρασσε αποφασιστικά στους νεότερους.
Ανάμεσα στις γνωστότατες συνθέσεις του περιλαμβάνονται τα τραγούδια:
«Αρχόντισσα»,
«Αχάριστη»,
«Πάλιωσε το σακάκι μου»,
«Αντιλαλούνε τα βουνά»,
«Πέφτουν της βροχής οι στάλες»,
«Κάνε λιγάκι υπομονή»,
«Αραμπάς περνά»,
«Γιατί με ξύπνησες πρωί»,
«Γκιουλ Μπαχάρ»,
«Η δροσούλα»,
«Μπαξέ Τσιφλίκι»,
«Αραπίνες»,
«Τα καβουράκια»,
«Ακρογιαλιές δειλινά»,
«Τα πέριξ»,
«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»,
«Γεννήθηκα για να πονώ»,
«Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου»,
«Έμαθα κυρά πως έχεις»,
«Εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ»,
«Όμορφη Θεσσαλονίκη» κ.ά.