(ΟΔΥΣΣΕΙΑ)
Όταν ο ήλιος ζέστανε για τα καλά, ξεκίνησαν και ο Οδυσσέας ζητιάνος με τον Εύμαιο για τη χώρα. Την ώρα που έφταναν στην είσοδο της πόλης, κοντά σε μια μαρμάρινη βρύση, συνάντησαν τον Μελάνθιο, ένα βοσκό που κουβαλούσε κατσικάκια του [GLi] γάλακτος στους μνηστήρες. Αυτός δεν έμεινε πιστός στον παλιό του αφέντη, αλλά είχε αποκτήσει καλές σχέσεις με τους μνηστήρες. Μόλις τους είδε μάλωσε με άσχημα και προσβλητικά λόγια τον Εύμαιο που κουβαλούσε ένα βρομερό ζήτουλα στο παλάτι για να ζητιανέψει. Έπειτα έδωσε μια γερή [GLi] κλοτσιά στα πλευρά του Οδυσσέα. Αυτός έβραζε από το θυμό του, μα συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Ο πιστός χοιροβοσκός ξέσπασε σε κατάρες και απειλές προκαλώντας τον Δία να φέρει πίσω τον Οδυσσέα.
Ο άπιστος χοιροβοσκός απομακρύνθηκε και έφτασε πρώτος στο παλάτι.
Σε λίγη ώρα έφτασαν και ο Εύμαιος με τον Οδυσσέα.
Ήταν η πρώτη φορά, μετά από είκοσι χρόνια, που ο πολύπαθος βασιλιάς έβλεπε το σπίτι του. Η συγκίνησή του ήταν μεγάλη, όμως έπρεπε να συγκρατηθεί για να μην τον αναγνωρίσουν. Στο κατώφλι είδε να κυλιέται γερασμένος, βρόμικος και λιγδερός ο αγαπημένος σκύλος του, ο Άργος.
Αυτός ήταν ένα δυνατό κυνηγετικό σκυλί που δεν του ξέφευγε θήραμα. Πέρασαν όμως τα χρόνια και επιπλέον δεν υπήρχε κανένας να το φροντίζει συστηματικά. Μόλις αντίκρισε τον [GLi]κύριό του ο Άργος, τον γνώρισε αμέσως, αλλά δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί για να πάει κοντά του μόνο έβγαλε δυο τρεις παραπονιάρικες φωνές και ξεψύχησε.
Πρώτος ο Εύμαιος μπήκε στη μεγάλη σάλα όπου γλεντούσαν οι μνηστήρες. Μόλις τον είδε ο Τηλέμαχος, τον φώναξε κοντά του. Ακολούθησε ο Οδυσσέας ζητιάνος, που άρχισε να ζητιανεύει. Οι μνηστήρες αναρωτιούνταν μεταξύ τους ποιος ήταν ο ξένος.
Ο Αντίνοος, ένας από τους πιο γνωστούς μνηστήρες, τα έβαλε με τον Εύμαιο, όταν έμαθε πως αυτός τον είχε κουβαλήσει. Ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Αντίνοο να του προσφέρει κάτι όπως έκαναν οι υπόλοιποι μνηστήρες, γιατί ήταν ο πιο πλούσιος απ’ όλους. [GLi] Μετά του διηγήθηκε συνοπτικά την ψεύτικη ιστορία που είχε πει στον Εύμαιο και τον επέπληξε για την ανάρμοστη συμπεριφορά σ’ έναν ξένο. Ο Αντίνοος χολωμένος του πέταξε ένα σκαμνί και χτύπησε το δεξί του ώμο. Ο Οδυσσέας έμεινε ατάραχος, γιατί φοβόταν να μην προδοθεί, όμως οι άλλοι μνηστήρες κακολογούσαν τον Αντίνοο.
Όταν η Πηνελόπη έμαθε όσα είχαν συμβεί, στενοχωρήθηκε πολύ και ευχήθηκε να χαθεί ο Αντίνοος από τα μάτια του κόσμου. Στη συνέχεια παρακάλεσε τον Εύμαιο να της φέ[GLi]ρει τον καινούριο ζητιάνο, μήπως είχε κάποιο νέο από τον Οδυσσέα. Αυτός όμως της έστειλε μήνυμα ν’ ανταμώσουν το βράδυ, κρυφά από τα μάτια των μνηστήρων.
Το απόγευμα ο Εύμαιος έφυγε για το μαντρί του, λέγοντας στον Τηλέμαχο πως θα ερχόταν την επόμενη μέρα για να φέρει καινούρια σφαχτά.
Εκείνη την ώρα μπήκε στο παλά[GLi]τι ένας άλλος ζητιάνος, που ήταν γνωστός στους μνηστήρες και ονομαστός για τη λαιμαργία του και την αρπαχτική του διάθεση. Το όνομα του ήταν Αρναίος.
Οι μνηστήρες όμως, επειδή τον έστελναν συνέχεια για θελήματα, του κόλλησαν το παρατσούκλι Ίρος, δηλαδή το αρσενικό όνομα της Ίριδας που έκανε τα θελήματα των θεών. Μόλις είδε τον Οδυσσέα ζητιάνο να κάθεται στο κατώφλι, θύμωσε και του μίλησε με σκληρά λόγια.
– Φύγε από δω, άχρηστε άνθρωπε, γιατί θα σε αρπάξω από τα πόδια και θα σε σύρω έξω.
Ο Οδυσσέας τον λοξοκοίταξε και τον απείλησε πως θα τον χτυπούσε παρόλο που ο ίδιος ήταν γέ[GLi]ρος ενώ ο Ίρος νέος.
Αυτός όμως απάντησε πάλι με βρισιές.
Όταν ο Αντίνοος αντιλήφθηκε τον καβγά τους, του ήρθε η ιδέα να βάλει τους δυο ζητιάνους να παλέψουν για να διασκεδάσουν οι υπόλοιποι με το θέαμα. Μάλιστα, όποιος από τους δυο νικούσε, θα είχε διπλό έπαθλο. Θα έπαιρνε όποια γιδοκοιλιά ήθελε από εκείνες που ψήνονταν στα κάρβουνα και στο εξής θα ήταν ο μόνος που θα έμπαινε για ζητιανιά στο παλάτι.
Ο Οδυσσέας δέχτηκε, αλλά πρώτα ζήτησε από τους μνηστήρες να ορκιστούν πως δε θα έπαιρναν το μέρος του Ίρου και δε θα τον βοηθήσουν. Αφού εξασφάλισε την ουδετερότητά τους και άκουσε λόγια εμψυχωτικά από τον Τηλέμαχο, έφτιαξε πάνω του τα κουρέλια που φορούσε. Τότε φάνηκαν οι τετράπλατοι ώμοι του, τα χοντρά μπράτσα του και οι γυμνασμένοι μηροί του. Ο Ίρος μόλις αντίκρισε τα θεϊκά του μέλη, άρχισε να τρέμει και να τον κόβει κρύος ιδρώτας.
Ο Αντίνοος τον επέπληξε για τη δειλία του και τον απείλησε πως θα τον έστελνε στο βα[GLi]σιλιά της Ηπείρου Έχετο, [GLi] που μεταχειριζόταν βάρβαρα τους ξένους, για να του κόψει τ’ αυτιά και τη μύτη και να τα δώσει στους σκύλους.
Η πάλη άρχισε και ο Οδυσσέας μ’ ένα χτύπημα κάτω από το αυτί του αντιπάλου, τον έβγαλε εκτός μάχης. Του τσάκισε τα κόκαλα και αυτός άρχισε να φτύνει αίμα από το στόμα του. Οι μνη[GLi]στήρες έσκασαν στα γέλια και ο Οδυσσέας πιάνοντας τον Ίρο από το ένα πόδι τον έσυρε έξω στην αυλή. Ο Αντίνοος τότε του έδωσε μια καλή γιδοκοιλιά και ο Αμφίνομος, ένας άλλος μνηστήρας, του πρόσφερε ψωμί και κρασί.
Σε λίγο εμφανίστηκε στη μεγάλη σάλα η Πηνελόπη, που με παρέμβαση της Αθηνάς έδειχνε πιο νέα και πιο όμορφη τη συνόδευαν δυο δούλες. Αυτή μίλησε πρώτα στον Τηλέμαχο και τον επέπληξε για όσα επέτρεψε να συμβούν στον ξένο. Όμως αυτός δικαιολογήθηκε λέγοντας πως τελικά ο ξένος εξόντωσε τον Ίρο. Έπειτα η Πηνελόπη ανακοίνωσε την απόφασή της να παντρευτεί κάποιον από τους μνηστήρες.
Τους ζήτησε λοιπόν να της προσφέρουν δώρα για ν’ αποφασίσει.
Όλοι έστειλαν τους δούλους τους να φέρουν δώρα για τη βασίλισσα.
Ο Αντίνοος της χάρισε ένα πέπλο, μεγάλο και πλουμιστό, με δώδεκα χρυσές καρφίτσες.
Ο Ευρύμαχος ένα ολόχρυσο περιδέραιο πλεγμένο με φίλντισι που έλαμπε σαν τον ήλιο.
Ο Ευρυμέδοντας ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες, ψιλοδουλεμένα, και ο Πείσανδρος μια όμο[GLi]ρφη καδένα.
Η Πηνελόπη αποχώρησε και το γλέντι στη σάλα συνεχίστηκε.
Ο Οδυσσέας ζητιάνος είδε κάποιες δούλες που κάθονταν στην αυλή και πρόσεχαν να μη σβήσουν οι δάδες. Τότε προθυμοποιήθηκε να κάνει αυτή τη δουλειά όλο το βράδυ, για να ασχοληθούν αυτές μ’ άλλες γυναικείες εργασίες. Όμως, η Μελανθώ, η αδερφή του βοσκού Μελάνθιου, που η Πηνελόπη την ανέθρεψε σαν κόρη της, αλλά αυτή δε την τιμούσε καθόλου και έγινε ερωμένη του Ευρύμαχου, τον αποπήρε με πικρά λόγια:
– Ξένε, είσαι αδιάντροπος και ξεμυαλισμένος που δίνεις και διαταγές. Μέθυσες μήπως ή κορδώνεσαι που νίκησες τον Ίρο; Πρόσεξε μη σηκωθεί κανείς πιο δυνατός και σε πετάξει έξω.
Ο Οδυσσέας εξοργισμένος είπε πως θα φωνάξει τον Τηλέμαχο και τότε όλες το έβαλαν στα πόδια.
Σε κάποια στιγμή ο Ευρύμαχος άρχισε να κοροϊδεύει τον Οδυσσέα με λόγια σκληρά και προσβλητικά. Μ[GLi]α κι αυτός του απάντησε με όμοιο τρόπο. Τότε το αρχοντόπουλο κιτρίνισε από τη λύσσα του και άρπαξε ένα σκαμνί να του το εκσφενδονίσει. Ο πολυμήχανος άντρας κατάφερε να προσπέσει στο γόνατο του Αμφίνομου και το σκαμνί πέτυχε τον οινοχόο, που έπεσε καταγής.
Όλοι οι μνηστήρες άρχισαν να αναθεματίζουν τον ξένο που έφερε τόση αναστάτωση. Τότε σηκώθηκε ο Τηλέμαχος και με έμμεσο τρόπο, αλλά αυστηρά, προέτρεψε τους μνηστήρες να φύγουν.
Αυτοί σάστισαν με τα λόγια του, μα με παρέμβαση του Αμφίνομου, που ήταν ο πιο γνωστικός απ’ όλους τους μνηστήρες, έκαναν σπονδή και κίνησαν για τα σπίτια τους.
Έτσι απόμειναν στο παλάτι μόνοι ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος. Αμέσως μετέφεραν τα όπλα της σάλας σε μια αποθήκη, όπως είχαν σχεδιάσει στην καλύβα του Εύμαιου. [GLi] Για οδηγό τους είχαν την Αθηνά, που μ’ ένα ολόχρυσο λυχνάρι έριχνε άπλετο φως στους διαδρόμους απ’ όπου περνούσαν.
Αφού τέλειωσαν, ο Οδυσσέας έστειλε τον Τηλέμαχο για ύπνο, αφού ο ίδιος έπρεπε να συναντηθεί με την Πηνελόπη όπως εί[GLi]χαν συμφωνήσει.